καινοτομῶ

καινοτομῶ
καινοτομέω
cut fresh into
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
καινοτομέω
cut fresh into
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καινοτομώ — καινοτομώ, καινοτόμησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καινοτομώ — καινοτόμησα, εφαρμόζω νέες μεθόδους, νεωτερίζω, πρωτοτυπώ: Αυτός δεν ακολούθησε στη δουλειά του τις παλιές συντηρητικές αρχές, αλλά καινοτόμησε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καινοτομώ — (AM καινοτομῶ, έω) [καινοτόμος] 1. κάνω κάτι νέο 2. καθιερώνω νέα μέθοδο ή νέους τρόπους ενέργειας, νεωτερίζω («δέξαι τελετὴν καινήν, ἣν τῷ πατρὶ καινοτομοῡμεν», Αριστοφ.) 3. φέρω αλλαγές ή νεωτερισμούς στην πολιτεία μσν. ανανεώνω αρχ. 1. σκάβω… …   Dictionary of Greek

  • συγκαινοτομώ — έω, Α [καινοτομῶ] καινοτομώ μαζί με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • ακαινοτόμητος — η, ο (Μ ἀκαινοτόμητος, ον) [καινοτομῶ] 1. αυτός που δεν έχει κάνει καινοτομίες, αλλαγές 2. αυτός που δεν έχει υποστεί ή δεν πρέπει να υποστεί καινοτομίες «πίστις ακαινοτόμητος» …   Dictionary of Greek

  • εγκαινίζω — ἐγκαινίζω (AM) 1. καθιερώνω, εγκαθιδρύω 2. ανανεώνω, καινοτομώ 3. επιβάλλω ποινή·|| αρχ. αποκαθιστώ στην προηγούμενη καλή κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • εκνεωτερίζω — ἐκνεωτερίζω (Μ) καινοτομώ …   Dictionary of Greek

  • εννεωτερίζω — ἐννεωτερίζω (Μ) νεωτερίζω, καινοτομώ σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • επικαινοτομώ — ἐπικαινοτομῶ, έω (AM) καινοτομώ συνεχώς, επινοώ νέα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καινο τομώ (< καινοτόμος)] …   Dictionary of Greek

  • επικαινώ — ἐπικαινῶ, όω (Α) καινοτομώ, τροποποιώ, εισάγω καινοτομίες (στους νόμους). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καινώ «μεταβάλλω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”